Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξανθοσγουρομάλλης, επίθ.· ξαθοσγουρομάλλης.
-
- Που έχει ξανθά και σγουρά μαλλιά:
- (Ερωτόκρ. Β́ 1336).
[<επίθ. ξανθός + σγουρός + ουσ. μαλλί]
- Που έχει ξανθά και σγουρά μαλλιά: