Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξανθογαλαζοκόκκινος
1 εγγραφή
ξανθογαλαζοκόκκινος, επίθ.
  • (Προκ. για το δοξάρι, το ουράνιο τόξο) που έχει τα χρώματα κίτρινο (που χρυσίζει), κόκκινο και γαλάζιο:
    • (Αιτωλ., Ρίμ. Α. Καντ. 48).

[<επίθ. ξανθός + γαλάζιος+ κόκκινος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες