Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξανθογένης, επίθ.
-
- Που έχει ξανθά γένια:
- (Ερμον. Δ 323).
[<μτγν.(;) επίθ. ξανθογένειος (Lampe). Τ. ξαθ‑ στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
- Που έχει ξανθά γένια:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<μτγν.(;) επίθ. ξανθογένειος (Lampe). Τ. ξαθ‑ στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |