Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξαναγράφω.
-
- 1) Γράφω για δεύτερη φορά (γράμμα) σε κάπ.:
- (Μαχ. 3727‑8).
- 2) Στέλνω πάλι γραπτή εντολή:
- ότε να ξαναγράψει δε ο βασιλέας πάλι, να πα να τον ανταμωθεί (Παλαμήδ., Βοηβ. 1095).
[<ξανα‑ + γράφω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Γράφω για δεύτερη φορά (γράμμα) σε κάπ.: