Επιτομή Λεξικού Κριαρά
143 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξανά, επίρρ.· αξανά.
-
- Εκ νέου, πάλι:
- σ’ εμέν γυρίζουν (ενν. τα μάτια) … κι αξανά βιγλούν με (Κυπρ. ερωτ. 611).
[<πρόθημα (ε)ξανα‑ <αρχ. εξανα‑ <πρόθ. εξ + ανά (ΛΚΝ, στη λ. και ξανα‑). Ο τ. στο Du Cange (λ. άξ‑, ως ά συνθ.) και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Du Cange (ξά‑, ως ά συνθ.), στο Somav. και σήμ.]
- Εκ νέου, πάλι:
- ξαναβάνω.
-
- Βάζω πάλι:
- (Χούμνου, Κοσμογ. 2185).
[<ξανα‑ + βάνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Βάζω πάλι:
- ξαναβαπτίζω.
-
- Βαφτίζω για δεύτερη φορά:
- (Ιστ. Βλαχ. 2210).
[<ξανα‑ + βαπτίζω. Παλαιότ. τ. εξ‑ το 10. αι. (LBG), μέσ. τον 7.αι. Η λ. στο Somav. και σήμ. (‑φτ‑)]
- Βαφτίζω για δεύτερη φορά:
- ξαναβάφω.
-
- Χρωματίζω πάλι:
- με το αίμα … τη γη να ξαναβάψου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2172).
[<ξανα‑ + βάφω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Χρωματίζω πάλι:
- ξαναβγαίνω.
-
- Βγαίνω πάλι·
- (εδώ) αποπλέω ξανά (πβ. βγαίνω 18):
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 15821).
- (εδώ) αποπλέω ξανά (πβ. βγαίνω 18):
[<ξανα‑ + βγαίνω. Η λ. το 16. αι. και σήμ.]
- Βγαίνω πάλι·
- ξαναβλάπτω.
-
- Βλάπτω κάπ. ξανά:
- (Ερωφ. Δ́ 644).
[<ξανα‑ + βλάπτω. Η λ. και σήμ.]
- Βλάπτω κάπ. ξανά:
- ξαναβλέπω.
-
- Ά Μτβ.
- 1) Βλέπω κ. ξανά:
- (Διήγ. πανωφ. 59).
- 2) Σκέφτομαι κ. ξανά:
- λόγιασε, ξαναλόγιασε, 'δέ τα και ξαναειδέ τα (Ερωτόκρ. Γ́ 639 χφ X κριτ. υπ).
- 1) Βλέπω κ. ξανά:
- Β́ (Αμτβ.) επανακτώ την όρασή μου:
- (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. ί 51).
[<ξανα‑ + βλέπω· βλ. και εξαναβλέπω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Ά Μτβ.
- ξανάβλεψις η,
- βλ. εξανάβλεψις.
- ξαναγεμίζω.
-
- Γεμίζω ξανά:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 55020).
[<ξανα‑ + γεμίζω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Γεμίζω ξανά:
- ξαναγέννησις η· εξαναγέννησις.
-
- (Θρησκ.) αναγέννηση:
- η Γραφή κράζει το βάπτισμα λουτρόν της ξαναγεννήσεως (Χριστ. διδασκ. 259).
[<ξαναγεννώ + κατάλ. ‑σις. Η λ. στο Somav.]
- (Θρησκ.) αναγέννηση: