Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξαγλιώ
1 εγγραφή
ξαγλιώ.
  • Αντλώ· αδειάζω:
    • άλλοι ξαγλιούσαν τα νερά (Τζάνε, Κρ. πόλ. 49921
    • μιαν απλάδενα με ρύζι να ξαγλήσω (Κατζ. Γ́ 551).

[<εξαντλώ. Τ. αξ‑ στο Βλάχ. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. κρητ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες