Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξέρω
3 εγγραφές [1 - 3]
ξέρω· εξέρω· εξεύρω· εξηύρω· ηξέρω· ηξεύρω· ξεύρω· μτχ. ενεστ. ξευράμενος.
  • Ά Μτβ.
    • 1)
      • α) Γνωρίζω, μου είναι κ. γνωστό (από προσωπική αντίληψη ή εμπειρία ή από πληροφορίες), ξέρω:
        • (Ερωφ. Δ́ 458
        • δεν ξεύρου τη ζωή του πόθου τη δροσάτη (Πανώρ. Γ́ 201· Λίβ. P 899
      • β) (με αντικ. πλάγια ερωτ. πρόταση):
        • ηξεύρουσιν … το κρέας το ημέτερον τι νοστιμάδαν έχει (Διήγ. παιδ. 363
      • γ) (με προηγ. αρνητ. μόρ. για να εκφραστεί απορία, αμηχανία ή απόγνωση του υποκειμένου):
        • απού τα δυο δεν ξεύρω ποιον να ποίσω (Κυπρ. ερωτ. 9114· Αχέλ. 2348, Ερωτόκρ. Δ́ 63
        • (παρενθετικά με ελλιπή πλάγια ερώτηση):
          • στέκομαι, δεν ξεύρω πώς, σ’ αγάπη κι εισέ μάχη (Ερωφ. Ά 27
      • δ) (με αντικ. ειδική πρόταση):
        • Δεν ξεύρεις και όντε τρω τινάς δεν πρέπει να δηγάται; (Φαλιέρ., Ιστ. 497
        • (εδώ και με σύστ. αντικ.):
          • Αν ηξερεμό να ξέρομε ότι να πει … (Πεντ. Γέν. XLIII 7
      • ε) (με υποκ. το Θεό, τους ουρανούς):
        • αλήθεια, το ομολογώ, ως ο Θεός το ξεύρει (Περί ξεν. 213· Πανώρ. Β́ 547
        • φρ. ο Θεός ηξέρει = προκ. για κ. άγνωστο ή αβέβαιο:
          • (Σταυριν. 995).
    • 2)
      • α) Γνωρίζω κάπ. προσωπικώς:
        • Ξεύρω τη, καθώς την ξεύρουν ούλοι (Πανώρ. Ά 96
        • (εδώ σε ιδιάζ. χρ. προκ. για τη συνάντηση του Μωυσή με το Θεό):
          • τον Μοσέ, ος τον ήξερεν ο Κύριος πρόσωπα προς πρόσωπα (Πεντ. Δευτ. XXXIV 10
      • β) γνωρίζω κάπ. από πληροφορίες, έχω ακούσει για κάπ.:
        • εσηκώθην βασιλιάς καινούργιος … ος δεν ήξερεν τον Ιοσέφ (Πεντ. Έξ. I 8
      • γ) γνωρίζω το χαρακτήρα κάπ.:
        • απαθείς άνθρωποι ευρίσκεσθε· εγώ ηξεύρω σας (Χειλά, Χρον. 357
      • δ) έχω ερωτικές σχέσεις, συνευρίσκομαι με κάπ.:
        • κορασίδα και ανήρ δεν την ήξερεν (Πεντ. Γέν. XXIV 16· Γέν. IV 1).
    • 3) (Προκ. για τόπο, περιοχή):
      • άνθρωπον εντοπικόν …, όπου καλά γαρ ήξευρεν τα μέρη της Πρινίτσας (Χρον. Μορ. P 4831· Πένθ. θαν. 184).
    • 4) (Προκ. για γλώσσα):
      • έξευρεν φράγκικα (Μαχ. 44033).
    • 5) Κατέχω (συγκεκριμένη γνώση), έχω εκπαιδευτεί, εξασκηθεί σε κ.:
      • Ξεύρω τέχνην, άρχοντά μου, ότι είμαι λιθογνώστης (Πτωχολ. A 54· Πεντ. Γέν. XXV 27
      • ηξεύρει να γράφει (Μπερτολδίνος 169).
    • 6) Μαθαίνω, πληροφορούμαι:
      • δεν είχανε ηξέρει ακόμη το κακό … οπού εσυνέβη (Χρον. σουλτ. 5926· Λίβ. P 2167
      • (με ειδική πρόταση):
        • ηξεύρετε ότι εις τούτο το ξύλον θέλει σταυρωθεί ο Υιός του Θεού (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 204r
      • (εδώ και με σύστ. αντικ.):
        • Ηξερωμό να ξέρεις ότι … (Πεντ. Γέν. XV 13).
    • 7)
      • α) (Με κατηγ. του αντικ.) θεωρώ κάπ. ή κ. (ως …):
        • ήξευρεν αυτόν μέγαν μάγον (Χρον. 308· Ερωφ. Δ́ 459
        • (εδώ με προηγ. του κατηγ. την πρόθ. διά):
          • Τούτο ηξεύρω … δι’ αλήθειαν (Πόλ. Τρωάδ. 381
      • β) (με ειδική πρόταση στη θέση του κατηγ.):
        • τον Ιερεμίαν ξεύροντας το πως είναι εχθρός του (Παλαμήδ., Βοηβ. 767).
    • 8) Είμαι βέβαιος για κ.:
      • Κύριε Θεέ, με τι να ξέρω ότι να την κλερονομήσω; (Πεντ. Γέν. XV 8).
    • 9)
      • α) Καταλαβαίνω, εννοώ, αντιλαμβάνομαι:
        • (Πεντ. Γέν. VIII 11
        • βλέπει, γνωρίζει την γραφήν, εξεύρει πόθεν έναι (Λίβ. Sc. 304· Πανώρ. Ά 267
      • β) συνειδητοποιώ:
        • τώρα ήξερα ότι μεγάλος ο Κύριος από όλους τους θεούς (Πεντ. Έξ. XVIII 11
      • γ) έχω επίγνωση, συνείδηση ενός πράγματος:
        • «Θεέ μου, άφες αυτοίς» … διότι δεν ηξεύρουσι τι κάμνουσι (Ροδινός 136
      • δ) διακρίνω, ξεχωρίζω:
        • τα παιδιά σας … δεν ηξέρουν σήμερα καλό και κακό (Πεντ. Δευτ. I 39· Γέν. III 5).
    • 10)
      • α) Αναγνωρίζω, καταλαβαίνω:
        • την Μαργαρώνα ουκ ήξευρεν (ενν. ο Ιμπέριος) ποσώς από τα ράσα, ουδέ εκείνη πάλι αυτόν διά την ασθένειάν του (Ιμπ. 741
      • β) αναγνωρίζω, αποδέχομαι:
        • έδωκαν το (ενν. το πουλάριν) βουβαλάρην, … άλλην μάνναν ουκ ηξεύρει, μόνον γαρ και τας βουβάλας (Πτωχολ. α 482).
    • 11)
      • α) Βάζω κ. στο νου μου· λαμβάνω, έχω κ. υπόψη μου:
        • Τίμησε τον πατέρα σου και την μητέρα ομάδι, τάδ’ έξευρε (Χούμνου, Κοσμογ. 2688· 2692, Ριμ. κόρ. 751
      • β) θυμούμαι, αναλογίζομαι:
        • (Διήγ. Αλ. G 27233
        • καλόν ένι τό έμαθες, πάντοτε να το ξεύρεις (Σπαν. B 171).
    • 12)
      • α) (Με αντικ. βουλητική πρόταση) έχω τη δυνατότητα, μπορώ να …:
        • τις να νικήσει από τους δυο δεν ξεύρουσι να πούσι (Ερωτόκρ. Δ́ 1742· Έ 1502, Περί ξεν. 53
        • (εδώ με τελικό απαρέμφ.· πβ. και σημασ. 5):
          • τυγχάνεις πάρηχος και ψάλλειν ουκ εξεύρεις (Προδρ. IV 84 χφ V κριτ. υπ.
      • β) (με αντικ. τις λ. βουλή, συμβούλευμα) μπορώ να συστήσω κ., να συμβουλεύσω:
        • να δώσει βουλήν … την καλλιότερην οπού να ηξεύρει (Ασσίζ. 22012· Πτωχολ. α 150
      • γ) φρ. τόσον ‑α) έξευρε(ν)/(ή ήξ‑) να … = με τέτοιο τρόπο μπόρεσε ή σκέφτηκε να …
        • (Χρον. Μορ. H 178, Βουστρ. 281, 15).
  • Αμτβ.
    • 1)
      • α) Γνωρίζω, είμαι ενήμερος:
        • είχεν ορισμόν από τον ρήγα ό,τι ποίσει να του πέψει αντίλογον … διά να ξεύρει (Μαχ. 17833· Ελλην. νόμ. 52423
      • β) (με επανάληψη στην περίπτωση που εκλαμβάνεται ως σωστό κ. που ειπώθηκε, αλλά στο οποίο αντιτάσσεται κ. πιο σημαντικό):
        • Ηξέρω, γιε μου, ηξέρω· απατά αυτός να είναι για λαός (Πεντ. Γέν. XLVIII 19).
    • 2) Αισθάνομαι· αντιλαμβάνομαι:
      • δεν έδωκεν ο Κύριος εσάς καρδιά να ξέρετε και μάτια να διείτε (Πεντ. Δευτ. XXIX 3).
    • 3) (Παρενθετικά για να δοθεί έμφαση στα λεγόμενα)
      • α) (στο ά πρόσ.) είμαι σίγουρος, βέβαιος:
        • Δύνασαι, ξεύρω, δύνασαι, τόσον καλόν να κάμεις (Ιστ. Βλαχ. 1663· Χρον. Μορ. P 6978
      • β) (στο β́ πρόσ.) μάθε, έχε υπόψη σου:
        • δυο συβαστικοί, ξεύρε, εμηνύσασί μου … (Ερωφ. Β́ 401
        • (συν. σε πρόταση που αιτιολογεί κ. που ειπώθηκε πιο πριν):
          • Δεν είμαστε, … μπλιο μας για πελελάδες. Κακά ταιριάζει ο έρωτας, ξεύρε, με τσι ψαράδες (Πανώρ. Γ́ 334
      • γ) φρ. σαν ξέρεις = για κ. που εξακολουθεί να συμβαίνει ή να ισχύει και είναι οικείο στο συνομιλητή:
        • (Ερωφ. Ά 205, Ά 334
      • δ) (στο β́ πρόσ., όταν κ. εκφράζεται με δισταγμό):
        • Ξεύρε, πολλά μ’ επρίκανες, μ’ ας ει συμπαθισμένο (Πανώρ. Έ 259).
  • Η μτχ. ενεστ. ως επίθ. =
    • α) έμπειρος, ικανός:
      • ξευράμενος του πολέμου (Μαχ. 48412
    • β) γνωστός, οικείος:
      • ν’ απεθάνομεν με αφέντην ξευράμενον (Μαχ. 37425).

[<(η)ξεύρω - (ε)ξεύρω <αόρ. εξεύρον ή υποτ. εξεύρω του αρχ. εξευρίσκω. Ο τ. εκαι σήμ. ποντ. Ο τ. εξεύρω στο LBG. Οι τ. η‑ (Somav.), ηξεύρω (Meursius, ‑ειν) και ξεύρω (Βλάχ.) και σήμ. κυπρ., όπως και η μτχ. ξευράμενος (τ. ηξευράμενος στο Somav.). Η λ. στο Somav. και σήμ.]

ξερώ,
βλ. ξερνώ.
ξερωγίζω· εξερωγίζω· εξωρωγίζω· ξηρωγίζω.
  • 1) Αφαιρώ, αποσπώ τις ρώγες (σταφυλιού):
    • τον βότρυν ρίπτουν (ενν. οι ακανθόχοιροι) εις την γην και ξηρωγίζουσίν τον (Φυσιολ. (Legr.) 471).
  • 2) (Μεταφ.) προκ. για θανάτωση:
    • (Λέοντ., Αίν. V 38).

[<στερ. ξε‑ + ουσ. ρώγα + κατάλ. ‑ίζω. Πβ. ποντ. απορω(γ)ίζω (Παπαδ., ρρ‑). Ο τ. ξη‑ στο Du Cange (ξηρογύζειν). Λ. ιάζω σήμ. ιδιωμ. (Δημ. ρρ‑, Ζώης ρρο‑). Η λ. στο ΑΛΝΕ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες