Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νυκτικόραξ ο· νυκτοκόρακας· νυκτοκόραξ.
-
- Είδος νυκτόβιου αρπακτικού πτηνού, γλαυκόμορφου, ο μικρός μπούφος ή νανόμπουφος (και συγγενή είδη):
- Ο δε γαρ νυκτοκόρακας πάντα την νύκταν κράζει (Φυσιολ. (Legr.) 214· Λεξ. IV 132).
[αρχ. ουσ. νυκτικόραξ. Ο τ. ‑αξ μτγν. (TLG). Τ. νυχτοκόρακας σήμ. με διαφορ. σημασ. (= είδος ερωδιού)· τ. νυχτοκόχρακας ποντ.]
- Είδος νυκτόβιου αρπακτικού πτηνού, γλαυκόμορφου, ο μικρός μπούφος ή νανόμπουφος (και συγγενή είδη):