Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νονός ο.
-
- (Εδώ) κουμπάρος:
- (Συναδ. φ. 21r).
[<παλαιότ. ουσ. νόννος (επιγρ., L‑S <υστλατ. nonnus· πβ. και μεσν. λατ. nonno, nunno (γεν. ‑onis). Η λ. και τ. νου‑ (Somav.) και σήμ.]
- (Εδώ) κουμπάρος: