Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νοδάρος ο· νοντάρος.
-
- Συμβολαιογράφος:
- (Απόκοπ. 470)·
- τεσταμέντο με νοδάρο καμωμένο (Διαθ. 17. αι. 513)·
- (σε μεταφ.):
- (Ερωτόκρ. Έ 856).
[<βεν. nodaro. Η λ. (Du Cange) και τ. νουάρος σήμ. ιδιωμ.]
- Συμβολαιογράφος: