Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νιώθω
1 εγγραφή
νιώθω· νιώνω.
  • Ά Μτβ.
    • 1)
      • α) Αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω κ.:
        • (Κυπρ. ερωτ. 1713
        • τα πάθη της δε γνώθουσι, ουδέ τα κουρφά τση ενιώσα (Ερωτόκρ. Γ́ 35
      • β) αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση κάπ.:
        • μη θορυβηθείς και νιώσουν σε εις άλλον (Βέλθ. 920
      • γ) (συνεκδ.) αναγνωρίζω:
        • το τραγούδιν ήκουσεν κι ένιωσέν τον η κόρη (Αχιλλ. L 921).
    • 2) Αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις:
      • άλλοι δεν τις ενιώθασι (ενν. τους σεισμούς), οι άλλοι τις γροικούσι (Διήγ. ωραιότ. 942).
    • 3) Ξέρω, γνωρίζω, καταλαβαίνω:
      • ουδέ νιώθει είντά 'ν’ η βράστη, μηδέ τα πάθη μου ψηφά 'δε πόθον (Κυπρ. ερωτ. 10911).
    • 4) Πληροφορούμαι, μαθαίνω:
      • εξύπνησεν ο Νόαχ από το κρασί του και ένιωσεν το ος έκαμεν αυτουνού ο υιός του ο μικρός (Πεντ. Γέν. IX 24).
    • 5) Αισθάνομαι, νιώθω:
      • (Κυπρ. ερωτ. 610
      • ποτέ δεν ένιωσε (ενν. η ψυχή της Παρθένου) … επιθυμίαν σαρκικήν (Ροδινός 83).
    • 6) Προαισθάνομαι:
      • νιώθω τον Χάρον ότοιμα κοντά μου (Κυπρ. ερωτ. 10434).
  • Β́ Αμτβ.
    • 1) Αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις:
      • κυβερνά (ενν. η ψυχή) το κορμί, σάμπως είναι το να βλέπομεν, να νιώθομεν (Ροδινός 93· Κυπρ. ερωτ. 611).
    • 2) Ακούω:
      • φωνάζει η κόρη, ενιώσασιν κι οι άλλες οι βαγίτσες (Φλώρ. 1627).

[πιθ. <αόρ. έγνωσα του γνώθω (βλ. ά.) σε συμφ. με αόρ. ένιωσα <ενόησα του νοώ (Φιλήντας· βλ. Ανδρ., λ. νιώθω και νιώνω)· πβ. μεταγνώθω και μετανιώνω. Ο τ. στο Βλάχ. (νοι‑) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav. (νοι‑) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες