Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νηστεία
1 εγγραφή
νηστεία η· νήστεια· νηστειά.
  • 1)
    • α) Αποχή από τροφή, ασιτία:
      • (Φυσιολ. Β 55
    • β) (σε μεταφ.):
      • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [38]).
  • 2)
    • α) (Θρησκ.) νηστεία:
      • νηστειά ή δέηση (Θησ. (Foll.) I 121· Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 77
      • φρ. κάμνω νηστείαν = νηστεύω:
        • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 76v
    • β) (συνεκδ.) εγκράτεια (στο φαγητό):
      • Διά την νήστεια θε να πώ …, γιατ’ έχει και άλλες αρετές (Δεφ., Σωσ. 297).
  • 3) (Χρον.)
    • α) προκ. για περίοδο νηστείας:
      • τετραδοπαράσκευον ή νήστεια (Γεωργηλ., Θαν. 562
    • β) προκ. για την Τεσσαρακοστή πριν από το Πάσχα:
      • Κυριακῄ τρίτῃ των νηστειών (Ιστ. Ηπείρ. XXXIV3
    • γ) προκ. για το Ραμαζάνι των Τούρκων:
      • (Έκθ. χρον. 792).

[αρχ. ουσ. νηστεία. Ο τ. νή‑ και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑ειά από μετρ. αν. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες