Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νεφίδιον το.
-
- Μικρό σύννεφο·
- (εδώ σε μεταφ.):
- η σύγχυσις και η ταραχή των ουρανών … ήτον ένα νεφίδιον (Ροδινός 105).
- (εδώ σε μεταφ.):
[<ουσ. νέφος + κατάλ. ‑ίδιον. Πβ. παλαιοτ. νεφύδριον (6. αι., L‑S). Η λ. τον 9. (;) αι. (TLG)]
- Μικρό σύννεφο·