Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεροχύτης
1 εγγραφή
νεροχύτης ο.
  • Οπή, σωλήνας για τη συγκέντρωση και την αποβολή του νερού:
    • Περί νεροχύτου από υψηλόν σπίτι εις χαμηλόν (Βακτ. αρχιερ. 171).

[<ουσ. νερόν + χύνω + κατάλ. ‑της. Η λ. το 15. αι. (Αρμεν. Β́ 479 κώδ. Haenelianus), στο Du Cange (λ. νερόν) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες