Επιτομή Λεξικού Κριαρά
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νεροσυρμή η.
-
- Φυσικό αυλάκι όπου τρέχει νερό·
- (συνεκδ.) προκ. για ρεύμα ποταμού:
- μια θυμωμένη νεροσυρμή, με δύναμην οπού 'χε κατεβαίνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [686]).
- (συνεκδ.) προκ. για ρεύμα ποταμού:
[<ουσ. νερό + συρμή. Η λ. και σήμ. λαϊκ.]
- Φυσικό αυλάκι όπου τρέχει νερό·



