Επιτομή Λεξικού Κριαρά
26 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νερό το,
- βλ. νερόν.
- νεροαγωγή η.
-
— Βλ. και νεραγώγιον.
- Υδραγωγός:
- γιαλόκτιστος φισκίνα, … γιαλία τα πετόνια της και οι νεροαγωγές της (Λίβ. N 2157).
[<ουσ. νερόν + αγωγή. Τ. νιραγή σήμ. ιδιωμ.]
- Υδραγωγός:
- νεροαναβάτης ο.
-
- Υδραγωγός:
- καλόκτιστον φισκίνα, …γιαλία τα σουληνάρια και οι νεροαναβάτες (Λίβ. Esc. 2456).
[<ουσ. νερόν + αναβάτης]
- Υδραγωγός:
- νεροθεμέλιωτος, επίθ.
-
- Θεμελιωμένος, χτισμένος στο νερό (προκ. για τη Βενετία):
- ήτον … εις την νεροθεμέλιωτην ο Τζώρτζης ο Κορνάρος (Τζάνε, Φιλον. 58720).
[<ουσ. νερόν + θεμελιώνω. Πβ. νεροκτισμένος]
- Θεμελιωμένος, χτισμένος στο νερό (προκ. για τη Βενετία):
- νεροκάλαμον το.
-
- Καλαμιώνας (πβ. καλάμιν):
- (Διγ. Άνδρ. 34736).
[<ουσ. νερόν + καλάμιν. Η λ. σήμ. (‑ο) με διαφορ. σημασ. (Δημ.)]
- Καλαμιώνας (πβ. καλάμιν):
- νεροκοπημένος, μτχ. επίθ.
-
- Ανακατωμένος με νερό, νερωμένος·
- (εδώ προκ. για κρασί):
- Στιγμήν εάν λείψω ο ελεεινός από την εκκλησίαν, το κρασοβόλιν μου κρατούν το νεροκοπημένον (Προδρ. IV 133).
- (εδώ προκ. για κρασί):
[<ουσ. νερόν + μτχ. παρκ. του *νεροκοπώ ως επίθ.]
- Ανακατωμένος με νερό, νερωμένος·
- νεροκουβάλημαν το· νεροκουβάλισμαν.
-
- Μεταφορά νερού (από κάπ.):
- (Καλλίμ. 1680, 2351).
[<ουσ. νερόν + κουβάλημαν. Ο τ. (Meursius) αναλογ. με ουσ. σε ‑ισμα(ν). Τ. ‑α στο Somav.]
- Μεταφορά νερού (από κάπ.):
- νεροκουβαλητής ο· νεροκουβαλήτης.
-
- Αυτός που μεταφέρει νερό:
- Καλλιμάχου του μισθαργού, του κηπουρού, του νεροκουβαλήτου (Καλλίμ. 1672).
[<ουσ. νερόν + κουβαλητής. Η λ. στο Somav. και σήμ. μεταφ.]
- Αυτός που μεταφέρει νερό:
- νεροκουβάλισμαν το,
- βλ. νεροκουβάλημαν.
- νεροκτισμένος, μτχ. επίθ.
-
- Χτισμένος, θεμελιωμένος στο νερό (προκ. για τη Βενετία):
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5692).
[<ουσ. νερόν + μτχ. παρκ. του κτίζω. Πβ. νεροθεμέλιωτος]
- Χτισμένος, θεμελιωμένος στο νερό (προκ. για τη Βενετία):