Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεκρώσιμος
1 εγγραφή
νεκρώσιμος, επίθ.
  • Που αναφέρεται στο νεκρό:
    • να ψάλλουσι τον νεκρώσιμον κανόνα (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 175).

[<ουσ. νέκρωσις + κατάλ. ‑ιμος. Η λ. τον 4. αι. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες