Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μυτίζω.
-
- 1) ?Πλησιάζω σε κ. τη μύτη μου, το μυρίζω:
- Ειπέ (ενν. τον ψαλμόν) απάνω εις το αλεύριν και μηδέν μυτίσεις (Σταφ., Ιατροσ. 24177).
- 2) (Προκ. για άλογο) πέφτω κάτω με τη μύτη (ρίχνοντας τον καβαλάρη):
- το άλογον εμύτισεν του κράλη, έπεσεν χάμω… ο ρήγας (Παρασπ., Βάρν. C 412).
[<ουσ. μύτη + κατάλ. ‑ίζω· πβ. μπρουμυτίζω. Τ. μ'τίζου σήμ. ιδιωμ.]
- 1) ?Πλησιάζω σε κ. τη μύτη μου, το μυρίζω: