Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μυρίκη η, (Ιατροσόφ. 822)· μυρίχη, (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1860 κριτ. υπ).
-
— Πβ. και μυριχέα.
[αρχ. ουσ. μυρίκη. Πβ. λ. αρμυρίχη ιδιωμ. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[αρχ. ουσ. μυρίκη. Πβ. λ. αρμυρίχη ιδιωμ. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |