Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυαλόν
1 εγγραφή
μυαλόν το· μυαλό· μυελό(ν).
— Βλ. και μυαλός και μυελός.
  • (Στον εν. και πληθ.)
  • 1) Εγκέφαλος, μυαλό:
    • (Σπανός D 1706
    • ζάλη μεγάλη … εγροίκα στα μυαλά του (Ερωτόκρ. Β́ 1586).
  • 2)
    • α) Νους, σκέψη, λογικό:
      • ποία λωλάδα … επήρε το μυαλόν της; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [150]· Ιστ. Βλαχ. 204
    • β) φρόνηση, σύνεση:
      • (Συναξ. γυν. 1014
      • μηδέ μυαλό και μηδέ γνώσην έχεις (Ερωτόκρ. Γ́ 778).

[<ουσ. μυαλός με μεταπλ. Ο τ. ‑ό και σήμ. Ο τ. ‑ελ‑ στο Somav. στη λ. Η λ. στο Du Cange]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες