Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπόλια
1 εγγραφή
μπόλια η· εμπόλια· πόλια.
  • α) Γυναικείο κάλυμμα του κεφαλιού, μαντήλα:
    • μπόλια χρυσοκέντητη (Δεφ., Σωσ. 202
  • β) προκ. για ποδιά (πιθ. από παρανόηση του συγγραφέα):
    • παίρνει (ενν. ο Ιησούς) λέντιον, ήγουν μίαν εμπόλια και ζώνεταί τη (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 264r).

[<βεν. imbolia. Ο τ. εμπστο Βλάχ. Η λ. στο Meursius και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες