Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπρούμυτα, επίρρ.· μπρόμυτα· ομπρούμουττα· πρόμυτα· προύμουτα· προύμουττα· προύμυτα.
-
- α) Με το πρόσωπο καταγής, πρηνηδόν:
- ομπρούμουττα κι ανάσκελα ήσανε εριμένοι (Θρ. Κύπρ. 383)·
- β) με το πρόσωπο στραμμένο προς το έδαφος, με εδαφιαίες υποκλίσεις:
- όταν εδιαβαζόντησαν αι ευχαί … οι άνθρωποι έκλιναν προύμυτα (Κλήμ., Ενθυμ. 101).
[<πρόθ. προ + ουσ. μύτη με ανάπτυξη ερρίνου. Τ. εμπρό‑ σήμ. ποντ. Οι τ. ομπρούμουττα και προύμουττα και σήμ. κυπρ.· τ. ‑μουτα ιδιωμ. Ο τ. πρού‑ στο Du Cange (λ. προύμιτω). Η λ. και σήμ.]
- α) Με το πρόσωπο καταγής, πρηνηδόν: