Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουρδέλο
1 εγγραφή
μπουρδέλο το.
  • Πορνείο:
    • (Συναξ. γυν. 1044).

[<βεν. bordelo. Η λ. (Meursius, ‑λλω) και τ. μπο‑ (Somav.) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες