Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπουμπούκι
1 εγγραφή
μπουμπούκι το.
  • Το άνθος του φυτού προτού ανοίξει:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 235v).

[πιθ. <αρχ. ουσ. βομβύκιον. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες