Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπουγάδα η.
-
- α) Πλύσιμο των ρούχων, μπουγάδα:
- (Μπερτολδίνος 166)·
- β) (συνεκδ.) τα πλυμένα ρούχα:
- ο ήλιος στεγνώνει χίλιες μπουγάδες (αυτ).
[<βεν. bugada. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- α) Πλύσιμο των ρούχων, μπουγάδα: