Επιτομή Λεξικού Κριαρά
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπομπάρδα η· βομβάρδα· βουμπάρδα· μπουμπάρδα· μπουπάρδα· πομπάρδα· πουμπάρδα· πουμπάρτα· πουπάρδα.
-
— Βλ. και λομπάρδα.
- α) Είδος τηλεβόλου:
- των μεγίστων βουμπάρδων αι πέτραι τον … πύργον … θέλουν χαλάσειν (Καναν. 101)·
- μπουμπάρδες των κατέργων (Αχέλ. 2453)·
- β) (συνεκδ.) προκ. για τη βολή ή το βλήμα του όπλου:
- εσύραν από την Αμόχουστον μίαν πουμπάρδαν και επήρεν το μερίν του Καζισέστα (Μαχ. 62023).
[<ιταλ. bombarda. Ο τ. βου‑ στο Du Cange. Τ. ‑μβ‑ στο Meursius. Ο τ. μπου‑ στο Βλάχ. Ο τ. που‑ (<προβ. boumbarda) στο Du Cange, ό.π. και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Du Cange, ό.π. και σήμ.]
- α) Είδος τηλεβόλου:
- μπομπαρδάρης ο· μπουμπαρδάρης· μπουπαρδάρης.
-
- Πυροβολητής, κανονιέρης:
- οι μπουμπαρδάροι τρέχουσι, λουμπάρδες να κινήσου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 32321).
[<ουσ. μπομπάρδα + κατάλ. ‑άρης. Ο τ. μπου‑ στο Βλάχ.]
- Πυροβολητής, κανονιέρης: