Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπερδεύω
1 εγγραφή
μπερδεύω· μπερδεύγω.
  • I. (Ενεργ.) μπερδεύω, περιπλέκω· (εδώ τα νήματα κατά την ύφανση):
    • Εκείνος οπού εμπέρδευσεν το πανίον (Μπερτόλδος 22).
  • II. Μέσ.
    • 1) Πεδικλώνομαι:
      • εύκολο είναι στο τρέξιμο κανείς να προβατήξει, μ’ ανέ βιαστεί και μπερδευτεί … (Ερωτόκρ. Ά μετά στ. 1574 χφ χ κριτ. υπ).
    • 2)
      • α) Μπερδεύομαι, πιάνομαι, σκαλώνω σε κ.:
        • στην φορεσιάν την μαλλιαρήν … το σίδερο εμπερδεύτη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [505]
        • (σε μεταφ.):
          • ως δίχτυ κρεμασμένα (ενν. τα μαλλιά) για να μπερδεύονται … καρδιές (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1183]
      • β) (μεταφ.) εμπλέκομαι (ερωτικά):
        • σ’ αγάπην εμπερδεύγετο (ενν. η Αρετούσα) (Ερωτόκρ. Ά 442).
    • 3) Παρασύρομαι σε δύσκολη κατάσταση:
      • μα πιάστηκα, εμπερδεύτηκα, …, μόλο που βλέπω το κακό (Ερωτόκρ. Ά 255).
    • 4) Κάνω λάθος, πέφτω σε σφάλμα:
      • Στου ποθητού σου … την διάκριση εθαρρεύτης … κι έτσι εύκολα μπερδεύτης; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [706]).

[<μπερδένω αναλογ. με ρ. σε ‑εύω από μεταπλ. Τ. εμπερδεύω στο Du Cange (‑ειν) και εμπερδεύγω στο Somav. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες