Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαγάσα
1 εγγραφή
μπαγάσα η.
  • Παλιογυναίκα, πόρνη:
    • η μπαγάσα, οπού 'κλαιεν τον άνδραν της … κι ύστερα τον εφούρκισεν εις την φούρκαν (Συναξ. γυν. 413).

[<ιταλ. bagascia. Η λ. στο Somav.· αρσ. ‑ας αυτ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες