Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπέρδεμα
1 εγγραφή
μπέρδεμα το· μπέρδεμαν.
  • 1)
    • α) Μπλέξιμο, σύγχυση:
      • τα μπερδέματα του κόσμου ετουνού (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 427
    • β) περιπλοκή, εμπόδιο:
      • (Ερωτόκρ. Β́ 751
      • αμπόδισμα και δυσκολιές και μπέρδεμα μου βάνει (Ερωτόκρ. Ά 2029
    • γ) ερωτικό μπλέξιμο:
      • τσ’ αγάπης τα μπερδέματα (Ερωφ. Δ́ 108).
  • 2) Ύποπτη σχέση, «πάρε δώσε»:
    • μετά ποιο δεν έχει αυτή μπερδέματα και μότα; (Φορτουν. Έ 17).

[<μπερδεύω ή μπερδένω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Βλάχ., όπου και τ. ε‑, και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες