Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπάτσος ο· πάτσος.
-
- Ράπισμα:
- οι υπηρέται τον εκτυπούσαν πάτσους (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Μάρκ. ιδ’ 65).
[λ. ηχοπ., πιθ. <γερμανοεβραϊκή patsch (Thumb). Κατά ΛΚΝ <ιταλ. bazza. Ο τ. στο Somav. (λ. ‑τζ‑) και σήμ. ιδιωμ. Oυδ. ‑ο στο Βλάχ. (‑τζο) και σήμ.· ‑ι στο Du Cange (‑τζι). Η λ. στο Somav. (‑τζ‑) και σήμ.]
- Ράπισμα: