Επιτομή Λεξικού Κριαρά
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπάμπουλας ο· μπούμπουλας.
-
- Σκαθάρι·
- (εδώ σε προσωποπ.):
- οι μπαμπούλοι … εφαντάσθησαν έναν δόλον (Μπερτολδίνος 114).
- (εδώ σε προσωποπ.):
[λ. ηχοπ.· πβ. αρχ. ουσ. βομβυλιός και σημερ. βάβουλας (ΙΛ, λ. βαβούλα (I)), μπάμπουρας και μπούμπουρας]
- Σκαθάρι·
- μπαμπούλας ο.
-
- Φανταστικός δαίμονας, φόβητρο για μικρά παιδιά·
- (εδώ παιγνιωδώς) όν. ανύπαρκτου μήνα:
- (Σπανός D 1820).
- (εδώ παιγνιωδώς) όν. ανύπαρκτου μήνα:
[<ουσ. *μπουμπούλας με ανομοίωση. Πβ. και μπούλα. Η λ. και σήμ.]
- Φανταστικός δαίμονας, φόβητρο για μικρά παιδιά·