Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μούστακος ο.
-
- Μεγάλο μουστάκι· (εδώ σκωπτ. προκ. για κ. μη πραγματικό):
- εστάθην ο μούστακός του ώσπερ χιότην γουρουνίου καπρείου (Σπανός A 267).
[<ουσ. μουστάκιν + κατάλ. ‑ος με αναβιβ. του τόνου. Η λ. και σήμ. λαϊκ. (Τσουδερός 1969: 88)]
- Μεγάλο μουστάκι· (εδώ σκωπτ. προκ. για κ. μη πραγματικό):