Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουτεύω
1 εγγραφή
μουτεύω.
  • (Προκ. για γεράκι) αποβάλλω το πτέρωμά μου και αποκτώ καινούργιο:
    • ειδέ ο ιέραξ μουτεύσῃ … τα πτερά αυτού θάλψον τρεις ημέρας (Ορνεοσ. αγρ. 5601
    • (μειωτ. για πρόσωπο):
      • καλογεράκιν ταπεινόν ομοιάζεις μουτευμένον (Προδρ. IV 469).

[<ουσ. μούτα + κατάλ. εύω· πβ. μεσν. λατ. mutare (Du Cange, Lat., στη λ. 1). Τ. ‑εύγω στο Somav. Η λ. στο Meursius (λ. μούτα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες