Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουστακάτος
1 εγγραφή
μουστακάτος, επίθ.
  • α) Που έχει μουστάκι:
    • (Συναδ. φ. 71r
    • (σκωπτ.):
      • σπανέ … μουστακάτε (Σπανός A 153
  • β) (προκ. για το ψάρι μπαρμπούνι):
    • τριγλία μουστακάτα (Προδρ. IV 184).

[<ουσ. μουστάκιν + κατάλ. ‑άτος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες