Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μουστάκιον το· μουσθάκι· μουστάκι· μουστάκιν.
-
- 1)
- α) Μουστάκι:
- (Προδρ. IV 222)·
- οι Τούρκοι όλοι το γένειον είχον εξυρισμένον πάρεξ του μουστακίου (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 398)·
- (σκωπτ.):
- Σπανού το μουστάκιν εμάκρυνεν (Σπανός A 366)·
- β) (προκ. για ζώα):
- μεγαλομουστακάτε (ενν. ποντικέ), τι μου σεις το μουστάκιν σου …; (Διήγ. παιδ. 128).
- α) Μουστάκι:
- 2) Πρόσωπο· όψη:
- εσύ έχεις ένα άσχημον μουστάκιον (Μπερτόλδος 60)·
- φρ. δεν (εδώ μην) έχω μουστάκι να φανώ = ντρέπομαι, δεν τολμώ να εμφανιστώ:
- (Μπερτόλδος 83). [<ουσ. μυστάκιον (Steph.) <αρχ. ουσ. μύσταξ. Ο τ. ‑ι στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. ‑ιν σε Γλωσσάρ. (Meursius, λ. ‑ιον, όπου και τ. μυστάκιν) σήμ. κυπρ. και ποντ. Η λ. στο Steph. (λ. μούστον) και στο Meursius]
- 1)