Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουσκεύω
1 εγγραφή
μουσκεύω· μοσκεύω.
  • (Αμτβ.) υγραίνομαι, διαβρέχομαι, διαποτίζομαι· μουσκεύομαι:
    • Διάργυρον σολδία β́ και σολδία β́ σουλιμάν … και ας μοσκεύουν όλα από την εσπέραν έως ταχία (Σταφ., Ιατροσ. 13376).

[<μτγν. μοσχεύω. Ο τ. (Βλάχ.), κ.ά. σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες