Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μουρούνα η· μουρήνα.
-
— Βλ. και μουρόνι.
- Είδος του ψαριού οξύρρυγχος, αλλιώς στουριόνι:
- μουρούνας μεσοϋπόκοιλον (Προδρ. IV 206 χφ C κριτ. υπ).
[πιθ. <ρουμ. morun (Georgacas 1978: 141)· πβ. παλαιότ. ιταλ. morona (DEI). Ο τ. (Du Cange App., ‑ίνα) ίσως από συμφ. με το ιταλ. murena (παλαιότ. mo‑) «σμέρνα» (DEI) ως αντιδ. (<ελλην. μύραινα)· πβ. όμως και τουρκ. morina (Georgacas, ό.π.). Τ. μορό‑ και μορού‑ το 17. αι. (Gesprächb. 4715 κριτ. υπ.). Η λ. στο Somav. («σμέρνα»)· η σημασ. ιδιωμ. (κοιν. «γάδος»· για τη λ. βλ. Georgacas, ό.π. 139-42)]
- Είδος του ψαριού οξύρρυγχος, αλλιώς στουριόνι: