Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μουλτεύω
1 εγγραφή
μουλτεύω· μουρτεύω.
  • Ά (Αμτβ.) στασιάζω, επαναστατώ:
    • σύ Αλέξιος ο Καλλιέργης … τῳ αυθέντῃ ημών τῳ δούκι μουρτεμένος υπήρχες (Συνθήκ. Καλλ. 29-30· 59-60).
  • Β́ (Μτβ.)
    • 1) Αρνούμαι, αντιδρώ:
      • αν δέ μουρτεύσει να εμβεί, … δήμιος του γίνεται το σπαθίν μου (Λίβ. Ρ 2703).
    • 2) Καταπιέζω, δυναστεύω:
      • την εκκλησίαν εμούρτευεν ως τύραννος όπου ήτον (Χρον. Μορ. Η 5978).

[<ουσ. μούλτος (I) + κατάλ. ‑εύω. Ο τ. το 13. αι., στο Du Cange (λ. μούρτος) και σήμ. κρητ. (‑εύγω). Η λ. το 10. αι. (Soph.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες