Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μουδιώ.
-
- Μουδιάζω, παραλύω (εδώ από αμηχανία):
- (Στάθ. Ά́ 169).
[<αρχ. αιμωδιάω. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. (λ. ‑ιάζω) και σήμ. κρητ. (Πιτυκ., Ξανθιν.)]
- Μουδιάζω, παραλύω (εδώ από αμηχανία):