Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μοσχολίβανον το· μουσκολίβανον.
-
- Μοσχολίβανο:
- Το δικαίωμαν του μουσκολιβάνου (Ασσίζ. 24022).
[<ουσ. μόσχος + λιβάνι(ν). Η λ. και σήμ. (‑ο)]
- Μοσχολίβανο:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. μόσχος + λιβάνι(ν). Η λ. και σήμ. (‑ο)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |