Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοσχολίβανον
1 εγγραφή
μοσχολίβανον το· μουσκολίβανον.
  • Μοσχολίβανο:
    • Το δικαίωμαν του μουσκολιβάνου (Ασσίζ. 24022).

[<ουσ. μόσχος + λιβάνι(ν). Η λ. και σήμ. (‑ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες