Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μοσχοβολώ· μοσκοβολώ.
-
- Αναδίδω ευχάριστη μυρωδιά, ευωδιάζω:
- τα ρόδα … μοσκοβολούσι (Τζάνε, Κατάν. Αφ. 4)·
- εμοσκοβόλα ο τόπος (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 233r).
[<ουσ. μόσχος + ‑βολώ. Η λ. και ο τ. (Somav.) και σήμ.]
- Αναδίδω ευχάριστη μυρωδιά, ευωδιάζω: