Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μονόχειρος, επίθ.
-
- Που έχει ένα μόνο χέρι:
- (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2932).
[<επίθ. μονόχειρ + κατάλ. ‑ος. Τ. ‑χε‑ στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
- Που έχει ένα μόνο χέρι:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<επίθ. μονόχειρ + κατάλ. ‑ος. Τ. ‑χε‑ στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |