Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονόφυλλος
1 εγγραφή
μονόφυλλος, επίθ.
  • (Προκ. για ένδυμα) που αποτελείται από ένα μόνο φύλλο υφάσματος:
    • διφιγκίτσιν … μονόφυλλον (Αχιλλ. (Smith) N 861).

[μτγν. επίθ. μονόφυλλος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες