Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονόφθαλμος
1 εγγραφή
μονόφθαλμος, επίθ.
  • Τυφλός από το ένα του μάτι:
    • (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1718), (Μαχ. 66612).

[αρχ. επίθ. μονόφθαλμος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες