Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονοπόδαρος
1 εγγραφή
μονοπόδαρος, επίθ.
  • Που έχει ένα μόνο πόδι:
    • ανθρώπους μονοποδάρους (Βίος Αλ. 113).

[<μονο‑ + ουσ. ποδάρι(ο)ν. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες