Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονοπατάκι
1 εγγραφή
μονοπατάκι το.
  • Μικρό μονοπάτι:
    • (Χούμνου, Κοσμογ. 1127).

[<ουσ. μονοπάτι(ν) + κατάλ. ‑άκι. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες