Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονοπάτιν
1 εγγραφή
μονοπάτιν το· μονοπάτι.
  • α) Στενός και δύσβατος δρόμος σε ορεινή περιοχή ή στο ύπαιθρο, ατραπός:
    • επερπάτουν εις μονοπάτια δύσβατα και τόπους αποκρύφους (Λίβ. Sc. 2355
  • β) (γενικ.) δρόμος (συν. στενός) στο ύπαιθρο:
    • μονοπάτια κάμπου (Απόκοπ. 84
  • γ) (σε μεταφ.) προκ. για τρόπο ζωής, συμπεριφοράς, κ.τ.ό.:
    • η στράτα αυτή που πορπατείς αγκάθια είναι γεμάτη, … πιάσε άλλο μονοπάτι (Ερωτόκρ. Ά 1156
    • (ειδικ. προκ. για τον τρόπο ζωής που είναι σύμφωνος με τις εντολές του Θεού):
      • με δάκρυα του σωσμού εύρες (ενν. εσύ Μαρία Μαγδαληνή) το μονοπάτι (Σκλέντζα, Ποιήμ. 114).

[<επίθ. μόνος + πατώ. Τ. ‑ιον τον 6. αι. Ο τ. ‑ι και σήμ. Η λ. στο Du Cange (λ. ‑ιον) και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες