Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονοκράτωρ
1 εγγραφή
μονοκράτωρ ο.
  • α) Μοναδικός και απόλυτος κυρίαρχος, μονάρχης:
    • (Byz. Kleinchron. Á 14161
    • (προκ. για το Θεό):
      • (Ιστ. Βλαχ. 2700
  • β) γενικός, ανώτατος διοικητής:
    • εις το νησί της Κρήτης τζενεράλες κύριος μονοκράτωρ Ιάκωβος Φουσκαρίνος (Byz. Kleinchron. Á́ 52422).

[<επίθ. μόνος + ουσ. κράτωρ. Η λ. τον 4. αι. Τ. ‑τορας σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες