Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μονοθελητής ο.
-
- Οπαδός αίρεσης που αποδίδει στο Χριστό μία μόνο θέληση, τη θεϊκή:
- αναθεμάτισεν των μονοθελητών την αίρεσιν (Χρονογρ. 250).
[<επίθ. μόνος + ουσ. θέληση. Η λ. τον 8. αι.]
- Οπαδός αίρεσης που αποδίδει στο Χριστό μία μόνο θέληση, τη θεϊκή: