Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μολύβι το· βολύμιον· μολύβιν.
-
- 1)
- α) Το μέταλλο μόλυβδος, μολύβι:
- χρυσάφι και ασήμι, μολύβιν, σίδερον (Hagia Sophia ω 5288·)>
- είναι (ενν. η τούρλα του ναού) … με το μολύβιν σκεπαστή (Προσκυν. Κουτλ. 390 12527)·
- β) (σε παροιμ. φρ.):
- εβούλισεν σαν μολύβι (Πεντ. Έξ. XV 10)·
- γ) (σε ιατρ. χρ.) έκφρ. μολύβιν πλακερόν = μολύβδινη πλάκα:
- (Ιατροσόφ. 886)·
- δ) (ως μέσο μαντικής, στη μολυβδομαντεία):
- ο μάντης και εκείνος οπού χύνει το κερί ή το μολύβι (Μαλαξός, Νομοκ. 418 σημ. 4· Πηγά, Χρυσοπ. 337 (13)).
- α) Το μέταλλο μόλυβδος, μολύβι:
- 2) (Συνεκδ. - περιληπτ.) βλήματα πυροβόλων όπλων:
- οι στρατιώται … πόλβερην, μολύβιν εβαστούσαν (Αχέλ. 1610).
- 3) Όργανο γραφής, μολύβι:
- εις τούτα τα χαρτιά να ζωγραφίσω ή με μολύβιν τάχα να τα σκιάσω (Κυπρ. ερωτ. 711).
[μτγν. ουσ. μολύβιον. Ο τ. ‑ιν και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1)